- Τρωξάρτης
- Τρωξάρτης, ου ([dialect] Ep. αο), ὁ,A Bread-gnawer, name of a mouse in Batr.28, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Τρωξάρτης — Bread gnawer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωξάρτης — ου και επικ. τ. γεν. αο, ὁ, Α (ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που ροκανίζει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + ἄρτος] … Dictionary of Greek
Τρωξάρταο — Τρωξάρτᾱο , Τρωξάρτης Bread gnawer masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)